Σάββατο, Σεπτεμβρίου 6, 2025
ΑρχικήΗ δική μας ΙστορίαΣεπτεμβριανά του 1955 - απόσπασμα από το βιβλίο "Όσα Θυμάμαι" - Η...

Σεπτεμβριανά του 1955 – απόσπασμα από το βιβλίο “Όσα Θυμάμαι” – Η ιστορία πάντα επαναλαμβάνεται

Μέρα που είναι, εκτός όσων τα έζησαν, τα άκουσαν από πρώτο χέρι, ελάχιστοι στην Ελλάδα  τα γνωρίζουν, ας είναι καλά η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με τον συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης, και την πλήρη διαγραφή από την εθνική μνήμη γεγονότων ορόσημα του Ελληνισμού.

Χρόνος ανάγνωσης: 5 λεπτά

Μέρα που είναι, εκτός όσων τα έζησαν, τα άκουσαν από πρώτο χέρι, ελάχιστοι στην Ελλάδα  τα γνωρίζουν, ας είναι καλά η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με τον συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης, και την πλήρη διαγραφή από την εθνική μνήμη γεγονότων ορόσημα του Ελληνισμού.

Μέρα που είναι, βάζω ένα απόσπασμα από το βιβλίο “Όσα Θυμάμαι” του πατέρα μου για τα Σεπτεμβριανά του 1955. Για να θυμόμαστε και μεις…
(…)Ήταν 6 Σεπτεμβρίου του 1955. Το απόγευμα παίζοντας στην γειτονιά καταλάβαμε πως κάτι δεν πάει καλά, βλέπαμε τους γονείς μας να μιλούν μεταξύ τους ψιθυριστά, τα πρόσωπα τους στενοχωρημένα, και ένας ασυνήθιστος αέρας να πνέει στην γειτονιά. Κρυφακούσαμε εγώ και η αδελφή μου, για να μάθουμε τι συμβαίνει, και με τα χίλια ζόρια καταλάβαμε πως ο Ισμαήλ εφέντης είπε στις γυναίκες της γειτονιάς το βράδυ να μην πάμε πουθενά, να μαζευτούμε νωρίς στα σπίτια μας και να κλειδώσουμε τις πόρτες μας, γιατί θα γίνουν φασαρίες. Οι γυναίκες τα είχαν χαμένα, δεν καταλάβαιναν γιατί να γίνουν φασαρίες; Πάντως εδώ και αρκετό καιρό οι σχέσεις Ελλάδος και Τουρκίας ήταν τεταμένες, αλλά από αυτό το σημείο μέχρι να γίνουν φασαρίες είχε μεγάλη απόσταση.
Καθώς οι γυναίκες της γειτονιάς συζητούσαν μεταξύ τους πως θα μπορέσουμε να προφυλακτούμε καλύτερα, εγώ παίρνω από το χέρι την αδελφή μου που ήταν μικρότερή μου, και τραβάμε για να βρούμε τον μπαμπά μας να του πούμε τα νέα, νομίζοντας πως δεν ξέρει τίποτα. Η ώρα ήταν οκτώ και μισή, και ξέροντας πως ο μπαμπάς τέτοια ώρα είναι στην Κάβα πήγαμε προς τα κει.
Περπατώντας στο πεζοδρόμιο του σχολείου μας, της Οδηγήτριας, απέναντι από το Αγγλικό Προξενείο, και τρυπώνοντας ανάμεσα από τον κόσμο που είχε γεμίσει τα πεζοδρόμια, φτάσαμε στην γωνία, απέναντι από την είσοδο του Προξενείου. Ήταν αδύνατον να προχωρήσουμε, είχε μαζευτεί κόσμος και ντουνιάς που με τρόμο στα μάτια τους έβλεπαν να έρχονται στην, ως επί το πλείστον, ελληνική περιοχή μπουλούκια- μπουλούκια οι γενίτσαροι από τα βάθη της Ανατολής. Ζωσμένοι με ρόπαλα, χατζάρες, μαχαίρια, κασμάδες, λοστούς και σπαθιά στην μέση τους, που ήταν τυλιγμένη με χρωματιστά ζωνάρια. Στα χέρια τους κρατούσαν κοντάρια με λάβαρα πράσινα με άσπρες ημισελήνους και σε υψηλότερα κοντάρια τις τουρκικές σημαίες σε πολλά και διάφορα μεγέθη.
Ντυμένοι με κόκκινα και μαύρα σαλβάρια, βράκες, ζωνάρια με μαχαίρια, γαλότσες και μπότες, άσπρα και μαύρα πουκάμισα με φαρδιά μανίκια, χρωματιστά γιλέκα και κόκκινα σαρίκια.
Φωνάζανε και κραυγάζανε όλοι μαζί, κουνώντας στον αέρα τα σπαθιά και τις χατζάρες τους, κανείς δεν καταλάβαινε ούτε τι φώναζαν, ούτε σε ποια γλώσσα ξεφώνιζαν, ούτε και το γιατί. Τουρκικά ξέραμε όλοι μας αλλά κάθε άλλο παρά τουρκικά ήταν. Οι περισσότεροι τους βλέπανε σαν ατραξιόν, σαν τσίρκο, όσοι δεν είχαν κατά κάποιο τρόπο ειδοποιηθεί, αλλά κανείς, μα κανείς, δεν φανταζόταν τον μεγάλο κίνδυνο που ερχόταν κατ’ επάνω μας.
Δεν μπορούσε να φανταστεί ποτέ κανείς πως, αυτά τα μπουλούκια με τις πιο άγριες φάτσες που υπάρχουν και τις αγριοφωνάρες που κραύγαζαν άναρθρες κραυγές, σε λίγο θα αιματοκυλούσαν την Πόλη. Πως θα καταστρέφανε και θα λεηλατούσαν όλο το Πέρα, όλα τα μαγαζιά των Ρωμιών, τα σπίτια, καθώς και ότι χριστιανικό έβρισκαν μπροστά τους. Δεν μπορούσαν οι Έλληνες της Πόλης να φανταστούν πως αυτές οι ορδές των φανατισμένων με χρόνια ανθελληνικά αισθήματα, θα εξαφάνιζαν σε μια νύχτα περιουσίες που αποκτήθηκαν με τα χρόνια και με κόπους.
(…) Η ώρα είχε πάει περίπου εννέα και μισή, όλοι οι γείτονες είχαν κλειδώσει τα σπίτια τους και είχαν μαζευτεί στην είσοδο της πολυκατοικίας. Όλοι τους φώναζαν και συζητούσαν, αλλά μην ξέροντας τι πρέπει να κάνουν για να προφυλακτούνε οι ίδιοι και να προστατέψουν τα παιδιά τους και τις περιουσίες τους από το κακό που μας βρήκε. Σε λίγο βλέπουμε τον Τούρκο απόστρατο γείτονα με την στολή και όλα του τα παράσημα στο πέτο, με το περίστροφο του στο δεξί του χέρι, να έρχεται προς τα μας.
Ε …..λίγο πολύ εμείς τα παιδιά τα χρειαστήκαμε, το ότι μας αγαπούσε το ξέραμε, αλλά που ξέρεις καμιά φορά τι γίνεται; Τούρκος είναι κι αυτός. Όταν κατάλαβε τον φόβο μας, ήρθε κοντά μας και μας καθησύχασε. «Μην με φοβάστε, εγώ θα σας βοηθήσω όσο μπορώ, θα προστατέψω τους γειτόνους και την γειτονιά μας» (ή πάνω–κάτω κάτι τέτοιο). Πάντως μας έδειξε την αγάπη του στην γειτονιά και σε μας έμπρακτα εκείνη τη στιγμή.
Η είσοδος της πολυκατοικίας ήταν η μόνη στην γειτονιά που είχε σιδερένια πόρτα, με βαριά σιδερένια αμπάρα. Μας είπε να μπούμε όλοι μέσα, όλη η γειτονιά, και αφού ασφαλίσουμε με την σιδερένια αμπάρα να ανεβούμε όλοι στον έκτο, στην ταράτσα. Μπήκαμε όλοι Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι και η χανούμισσα του μαζί, και ανεβήκαμε στην ταράτσα όπως μας είπε.
Ο πατέρας μας κατέβασε και την βαριά σιδερένια αμπάρα, που είχε χρόνια ολόκληρα να κατεβεί, και αρχίσαμε να παρακολουθούμε αυτά που γινόταν στην παραπάνω γειτονιά. Εκείνος είχε πάρει θέση στην μέση του σοκακιού, με το περίστροφο προτεταμένο και απειλούσε όποιον τολμούσε να πλησιάσει.
(…) Αν και από την ταράτσα που παρακολουθούσαμε η απόσταση από τα σκαλοπάτια ήταν αρκετή, μπορούσαμε να διακρίνουμε το μίσος τους για μας, και την χαρά, την αγαλλίαση στα μάτια και στα πρόσωπα τους, καθώς και τον ιδρώτα που γυάλιζε καθώς έτρεχε ποτάμι από την ζέστη της φωτιάς και την έξαψη, την μανία για καταστροφή. Μαζί με τις άναρθρές τους κραυγές, το τοπίο θύμιζε κόλαση.
(…) Και αυτά που βλέπαμε ήταν μόνο όσα γινόταν εκεί, κοντά μας, στην γειτονιά μας. Το τι γινόταν στο Πέρα στα μαγαζιά και στα σπίτια, στις πιο πλούσιες συνοικίες μόνο να το φανταστούμε για την ώρα μας ήταν δυνατόν.
(…) Κάποτε ξημέρωσε, φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι όλοι από αυτά που όλη νύχτα βλέπαμε, ελπίζαμε να ήταν μόνο αυτό το κακό. Να μην έχει γίνει τίποτα άλλο. Με αυτήν την ελπίδα βγήκαμε στον δρόμο. Με την ελπίδα μείναμε. Κατά μήκος του δρόμου δεξιά και αριστερά δεν είχε μείνει τίποτα μα τίποτα σαν και χθες.
Η βία και η μανία που τους είχαν εμποτίσει τόσα χρόνια ξέσπασαν. Το μίσος τους για τους γκιαούρηδες είχε ξεσπάσει. Όλες οι προσόψεις των κτιρίων με τις μεγάλες ξυλόγλυπτες πόρτες ήταν σπασμένες, με τα τσεκούρια και με τους μπαλτάδες, είχαν κάνει τα πάντα παλιόξυλα. Τα μαρμάρινα σκαλοπάτια, οι μαρμάρινες σκαλιστές κολόνες, κρυστάλλινες προσόψεις με γαλλικά βιτρό, πραγματικά έργα τέχνης, δεν γλίτωσε τίποτα, δεν έμεινε τίποτα, όλα καταστράφηκαν, όλα κάηκαν, όλα γίνανε στάχτη.
(…) Καντήλια, στασίδια, μανουάλια, κεριά, εικόνες εξαπτέρυγα ήταν όλα τσαλαπατημένα και κομματιασμένα στο πάτωμα, μέχρι και οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι είχαν τραβηχτεί με τους λοστούς και πεταχτεί στην πίσω αυλή. Τις εικόνες που δεν μπορούσαν να τις ξεκρεμάσουν από τις θέσεις τους, τις είχαν σκίσει σε χίλια κομμάτια καθώς και τις ζωγραφισμένες στους τοίχους τις είχαν γδάρει και σκάψει.
Αλλά το χειρότερο, -ναι υπάρχει και χειρότερο- ήταν σαν μπήκαμε στο ιερό του ναού. Η Αγία Τράπεζα, μάρμαρο πάχους περίπου δέκα πόντων, ήταν κομμάτια, μικρά κομμάτια, τα ράσα του πατέρα Θωμά ήταν τώρα μαύρα κουρέλια, και το χειρότερο απ’ όλα αυτά ήταν σαν αντικρίσαμε (συγγνώμη για τις λέξεις) τα σκατά, ναι σκατά, όλο το Ιερό ήταν παντού χεσμένο. Δεν ήταν δυνατόν να τα έκανε ένας, ποιος ξέρει πόσοι και για πόσες ώρες χέζανε. Μέχρι και μέσα στο Άγιο Δισκοπότηρο τα είχαν κάνει.
Ο πάτερ Θωμάς ήταν σε μια γωνιά κουλουριασμένος και γεμάτος αίματα. (…) Δεν τους έφταναν όλα αυτά που κάνανε, όσα έκαψαν και κατέστρεψαν μάλλον θα τους φάνηκαν λίγα. Αλλιώς πως να εξηγηθούν αυτά που είδαμε όταν δεύτερη μέρα μπορέσαμε να πάμε στο νεκροταφείο του Σισλί. Η τεράστια σιδερένια καγκελόπορτα ήταν στραπατσαρισμένη και ξεχαρβαλωμένη, βγαλμένη από την θέση της. Το πώς μπόρεσαν είναι ακόμη ανεξήγητο.
Τα κυπαρίσσια και στις δυο πλευρές το δρόμου που οδηγεί από την είσοδο στην εκκλησία κομμένα ή καμένα. Η εκκλησία ολοσχερώς καμένη. Πρέπει να ήταν όλα προγραμματισμένα, όλα σχεδιασμένα, αλλιώς πώς να εξηγηθεί η τόση καταστροφική μανία, τόσο αμόκ, τόση τρέλα. (…) Δεν γλύτωσε ούτε ένας σταυρός, ούτε ένας τάφος. Ούτε ένα καντήλι. Με τους σιδερολοστούς, με τους μπαλτάδες και τα τσεκούρια που κουβαλούσαν κατάφεραν να σπάσουν τις ταφόπλακες, να σκάψουν το χώμα και να ξεθάψουν τους νεκρούς.
Κατάφεραν να βγάλουν εκατοντάδες νεκρούς και να σπάσουν τα κόκαλα των χεριών και των ποδιών. Κατάφεραν να ξεθάψουν τις νεκροκεφαλές και να τις κλωτσούν σα να παίζουν μπάλα. (…) Έβλεπα τους συγγενείς των νεκρών να ψάχνουν μέσα στο σωρό με τις νεκροκεφαλές και τα κόκαλα να βρουν ποια απ’ αυτά ήταν των δικών τους. Λες και ήταν δυνατόν να τα ξεχωρίσουν. (…) Πώς τα ξεμπέρδεψαν; Τι έγινε μετά; Δεν το γνωρίζω. Οι γονείς μου με πήραν σχεδόν σηκωτό από το νεκροταφείο. Απ’ ότι έμαθα μετά όλα τα κόκαλα μπήκαν σε ομαδικό τάφο. Ας αναπαυτούν, για πάντα.”
Μάρκος
Σαν σήμερα πριν 3 χρόνια έχασα τον πατέρα μου, χτυπημένο από μηχανή ενώ ήταν πεζός στην άκρη του δρόμου. Ρωμιός που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πόλη το 1943, έζησε ως παιδί τα Σεπτεμβριανά και υπηρέτησε στο Τούρκικο ναυτικό το 1964 στην Αλεξανδρέττα. Έγραψε όσα θυμόταν το 2004, όποτε είχε ελεύθερο χρόνο. Μιλάει για τη ζωή εκεί και για γεγονότα που καλό θα είναι όλοι να θυμόμαστε. Έφτιαξα το ‘Όσα Θυμάμαι’, όπως ονόμασε το σύντομο βιβλίο του (112 σελίδες), σε μορφή PDF και EPUB για όποιον ενδιαφέρεται να το διαβάσει.
Θα βάλω τον σύνδεσμο
https://limewire.com/d/an9w3#X70EYndAhk

Χρόνος ανάγνωσης: 5 λεπτά

 ΑΝ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕ ΤΟ  ΑΡΘΡΟ Κοινοποίησε ! ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ & ΑΛΛΟΙ ΓΙΑ ΑΥΤΟ

 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΗ:

Έρευνα: Τα ελληνικά ΜΜΕ είναι και επισήμως τα πιο αναξιόπιστα του πλανήτη

 

Tο 96% του συνόλου των ΜΜΕ του πλανήτη ανήκει σε 6 εβραϊκές εταιρείες!!!

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΦΡΙΞΤΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ: ΛΙΓΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠ’ ΟΣΑ ΛΕΕΙ ΤΟ ΤΑΛΜΟΥΔ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ

 

 

 

Χρόνος ανάγνωσης: 5 λεπτά

ΑΠΟΧΗ ΧΩΡΙΣ ΑΝΟΧΗ

https://www.kinimaapoxis.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ


ΠΟΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΤΑ ΠΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΕΝΑ

ΠΟΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΤΑ ΠΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΕΝΑ

ΠΟΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΤΑ ΠΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΕΝΑ

ΠΟΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ